βαρβιτίζω

βαρβιτίζω
βαρβιτίζω (Α) [βάρβιτος]
παίζω βάρβιτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαρβιτίξαι — βαρβιτίζω play on the barbiton aor inf act βαρβιτίξαῑ , βαρβιτίζω play on the barbiton aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβιτίζειν — βαρβιτίζω play on the barbiton pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρβιτος — Μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, που λεγόταν επίσης και κιθάρα. Η καταγωγή του ανάγεται στη μυθολογία, γι’ αυτό και αναφέρεται ως το αγαπημένο μουσικό όργανο του Απόλλωνα. Ήταν όμοιο με τη λύρα, αλλά με μεγαλύτερες διαστάσεις. Τη β.… …   Dictionary of Greek

  • βαρβιτιστής — βαρβιτιστής, ο (Α) [βαρβιτίζω] αυτός που παίζει τη βάρβιτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”